Translation meaning & definition of the word "auditory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακουστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Auditory
[Ακουστικός]/ɔdɪtɔri/
adjective
1. Of or relating to the process of hearing
- "Auditory processing"
- "An audile person"
- synonym:
- auditory ,
- audile ,
- auditive
1. Από ή σχετικά με τη διαδικασία ακρόασης
- "Ακουστική επεξεργασία"
- "Ένα ηχητικό άτομο"
- συνώνυμο:
- ακουστικός ,
- ακουστικόσ