Translation meaning & definition of the word "auditorium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακουστήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Auditorium
[Αμφιθέατρο]/ɔdətɔriəm/
noun
1. The area of a theater or concert hall where the audience sits
- synonym:
- auditorium
1. Η περιοχή ενός θεάτρου ή μιας αίθουσας συναυλιών όπου κάθεται το κοινό
- συνώνυμο:
- αμφιθέατρο
Examples of using
The crowd poured out of the auditorium.
Το πλήθος είχε εξαφανιστεί από το αμφιθέατρο.
The outside walls of the auditorium are terribly stained. It is, in part, due to acid rain.
Οι εξωτερικοί τοίχοι του αμφιθεάτρου είναι τρομερά λεκιασμένοι. Οφείλεται, εν μέρει, στην όξινη βροχή.
The auditorium is terribly stained. It is, in part, due to acid rain.
Το αμφιθέατρο είναι τρομερά λεκιασμένο. Οφείλεται, εν μέρει, στην όξινη βροχή.