Translation meaning & definition of the word "audition" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακρόαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Audition
[Οντισιόν]/ɑdɪʃən/
noun
1. The ability to hear
- The auditory faculty
- "His hearing was impaired"
- synonym:
- hearing ,
- audition ,
- auditory sense ,
- sense of hearing ,
- auditory modality
1. Η ικανότητα να ακούει
- Η ακουστική σχολή
- "Η ακοή του ήταν εξασθενημένη"
- συνώνυμο:
- ακρόαση ,
- ακουστική αίσθηση ,
- αίσθηση ακοής ,
- ακουστική τροπικότητα
2. A test of the suitability of a performer
- synonym:
- audition ,
- tryout
2. Μια δοκιμή της καταλληλότητας ενός εκτελεστή
- συνώνυμο:
- ακρόαση ,
- δοκιμάστε
verb
1. Perform in order to get a role
- "She auditioned for a role on broadway"
- synonym:
- audition ,
- try out
1. Εκτελέστε για να πάρετε ένα ρόλο
- "Έλεγξε για ένα ρόλο στο μπρόντγουεϊ"
- συνώνυμο:
- ακρόαση ,
- δοκιμάστε