Translation meaning & definition of the word "audit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έλεγχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Audit
[Έλεγχος]/ɔdɪt/
noun
1. An inspection of the accounting procedures and records by a trained accountant or cpa
- synonym:
- audited account ,
- audit
1. Επιθεώρηση των λογιστικών διαδικασιών και των αρχείων από εκπαιδευμένο λογιστή ή κς
- συνώνυμο:
- ελεγμένος λογαριασμός ,
- έλεγχος
2. A methodical examination or review of a condition or situation
- "He made an audit of all the plants on his property"
- "An energy efficiency audit"
- "An email log audit"
- synonym:
- audit
2. Μεθοδική εξέταση ή ανασκόπηση μιας κατάστασης ή κατάστασης
- "Πραγματοποίησε έλεγχο όλων των φυτών στην ιδιοκτησία του"
- "Έλεγχος ενεργειακής απόδοσης"
- "Έλεγχος αρχείου καταγραφής ηλεκτρονικού ταχυδρομείου"
- συνώνυμο:
- έλεγχος
verb
1. Examine carefully for accuracy with the intent of verification
- "Audit accounts and tax returns"
- synonym:
- audit ,
- scrutinize ,
- scrutinise ,
- inspect
1. Εξετάστε προσεκτικά για ακρίβεια με την πρόθεση της επαλήθευσης
- "Λογαριασμοί ελέγχου και φορολογικές δηλώσεις"
- συνώνυμο:
- έλεγχος ,
- εξετάζω ,
- επιθεωρώ
2. Attend academic courses without getting credit
- synonym:
- audit
2. Παρακολουθήστε ακαδημαϊκά μαθήματα χωρίς να πάρει πίστωση
- συνώνυμο:
- έλεγχος