Translation meaning & definition of the word "audible" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακουστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Audible
[Ακουστικός]/ɑdəbəl/
noun
1. A football play is changed orally after both teams have assumed their positions at the line of scrimmage
- synonym:
- audible
1. Ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου αλλάζει προφορικά αφού και οι δύο ομάδες έχουν αναλάβει τις θέσεις τους στη γραμμή του καταιγισμού
- συνώνυμο:
- ακουστικός
adjective
1. Heard or perceptible by the ear
- "He spoke in an audible whisper"
- synonym:
- audible ,
- hearable
1. Ακούγεται ή γίνεται αντιληπτό από το αυτί
- "Μίλησε με ακουστικό ψίθυρο"
- συνώνυμο:
- ακουστικός ,
- ακουστόσ