Translation meaning & definition of the word "audacious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακουστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Audacious
[Ευαίσθητοσ]/ɑdeʃəs/
adjective
1. Invulnerable to fear or intimidation
- "Audacious explorers"
- "Fearless reporters and photographers"
- "Intrepid pioneers"
- synonym:
- audacious ,
- brave ,
- dauntless ,
- fearless ,
- hardy ,
- intrepid ,
- unfearing
1. Άτρωτος στο φόβο ή τον εκφοβισμό
- "Ακουστικοί εξερευνητές"
- "Ανεπιφύλακτοι δημοσιογράφοι και φωτογράφοι"
- "Ατρόμητοι πρωτοπόροι"
- συνώνυμο:
- τολμηρός ,
- γενναίος ,
- αποθαρρυντικός ,
- ατρόμητος ,
- ανθεκτικός ,
- ακατάλληλοσ
2. Unrestrained by convention or propriety
- "An audacious trick to pull"
- "A barefaced hypocrite"
- "The most bodacious display of tourism this side of anaheim"- los angeles times
- "Bald-faced lies"
- "Brazen arrogance"
- "The modern world with its quick material successes and insolent belief in the boundless possibilities of progress"- bertrand russell
- synonym:
- audacious ,
- barefaced ,
- bodacious ,
- bald-faced ,
- brassy ,
- brazen ,
- brazen-faced ,
- insolent
2. Ανεξέλεγκτη από σύμβαση ή ιδιοκτησία
- "Ένα τολμηρό κόλπο για να τραβήξεις"
- "Ένας απερίφραστος υποκριτής"
- "Η πιο ασταθής επίδειξη του τουρισμού αυτή την πλευρά του άναχαϊμ"- λος άντζελες τάιμς
- "Ψευδαίσθητα ψέματα"
- "Αλαζονεία"
- "Ο σύγχρονος κόσμος με τις γρήγορες υλικές του επιτυχίες και την αδιάφορη πίστη στις απεριόριστες δυνατότητες προόδου" - μπέρτραντ ράσελ
- συνώνυμο:
- τολμηρός ,
- απρόσεκτοσ ,
- αστραφτερός ,
- φαλακρός ,
- μπρούατσα ,
- παρακινδυνεύω ,
- πρόσωπο με πυκνό πρόσωπο ,
- αδιάφορος
3. Disposed to venture or take risks
- "Audacious visions of the total conquest of space"
- "An audacious interpretation of two jacobean dramas"
- "The most daring of contemporary fiction writers"
- "A venturesome investor"
- "A venturous spirit"
- synonym:
- audacious ,
- daring ,
- venturesome ,
- venturous
3. Διατίθεται να τολμήσει ή να πάρει ρίσκα
- "Ακουστικά οράματα της συνολικής κατάκτησης του χώρου"
- "Μια τολμηρή ερμηνεία δύο ιακωβιανών δραμάτων"
- "Οι πιο τολμηροί σύγχρονοι συγγραφείς λογοτεχνίας"
- "Επιχειρηματικός επενδυτής"
- "Εξαερό πνεύμα"
- συνώνυμο:
- τολμηρός ,
- επιχειρηματικόσ ,
- αεριζόμενοσ