Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "attribute" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διανομή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Attribute

[Χαρακτηριστικό]
/ætrəbjut/

noun

1. A construct whereby objects or individuals can be distinguished

  • "Self-confidence is not an endearing property"
    synonym:
  • property
  • ,
  • attribute
  • ,
  • dimension

1. Μια κατασκευή με την οποία μπορούν να διακριθούν αντικείμενα ή άτομα

  • "Η αυτοπεποίθηση δεν είναι μια ιδιότητα που αντέχει"
    συνώνυμο:
  • ιδιοκτησία
  • ,
  • χαρακτηριστικό
  • ,
  • διάσταση

2. An abstraction belonging to or characteristic of an entity

    synonym:
  • attribute

2. Αφαίρεση που ανήκει ή χαρακτηριστικό μιας οντότητας

    συνώνυμο:
  • χαρακτηριστικό

verb

1. Attribute or credit to

  • "We attributed this quotation to shakespeare"
  • "People impute great cleverness to cats"
    synonym:
  • impute
  • ,
  • ascribe
  • ,
  • assign
  • ,
  • attribute

1. Χαρακτηριστικό ή πίστωση σε

  • "Αποδίδουμε αυτή την προσφορά στον σαίξπηρ"
  • "Οι άνθρωποι υπονομεύουν μεγάλη εξυπνάδα στις γάτες"
    συνώνυμο:
  • υποτάσσω
  • ,
  • αποδίδω
  • ,
  • αναθέτω
  • ,
  • χαρακτηριστικό

2. Decide as to where something belongs in a scheme

  • "The biologist assigned the mushroom to the proper class"
    synonym:
  • assign
  • ,
  • attribute

2. Αποφασίστε πού ανήκει κάτι σε ένα σχέδιο

  • "Ο βιολόγος ανέθεσε το μανιτάρι στην κατάλληλη κατηγορία"
    συνώνυμο:
  • αναθέτω
  • ,
  • χαρακτηριστικό