Translation meaning & definition of the word "attorney" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δικηγόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Attorney
[Δικηγόρος]/ətərni/
noun
1. A professional person authorized to practice law
- Conducts lawsuits or gives legal advice
- synonym:
- lawyer ,
- attorney
1. Επαγγελματίας εξουσιοδοτημένος να ασκήσει το δίκαιο
- Διεξάγει αγωγές ή παρέχει νομικές συμβουλές
- συνώνυμο:
- δικηγόρος
Examples of using
I'm an attorney.
Είμαι δικηγόρος.
You have the right to consult an attorney before speaking to the police.
Έχετε το δικαίωμα να συμβουλευτείτε έναν δικηγόρο πριν μιλήσετε με την αστυνομία.
Could you find me an attorney?
Μπορείτε να μου βρείτε δικηγόρο?