Translation meaning & definition of the word "attitude" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευθύτητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Attitude
[Στάση]/ætətud/
noun
1. A complex mental state involving beliefs and feelings and values and dispositions to act in certain ways
- "He had the attitude that work was fun"
- synonym:
- attitude ,
- mental attitude
1. Μια σύνθετη ψυχική κατάσταση που περιλαμβάνει πεποιθήσεις και συναισθήματα και αξίες και διαθέσεις για να ενεργήσει με ορισμένους τρόπους
- "Είχε τη στάση ότι η δουλειά ήταν διασκεδαστική"
- συνώνυμο:
- στάση ,
- ψυχική στάση
2. The arrangement of the body and its limbs
- "He assumed an attitude of surrender"
- synonym:
- position ,
- posture ,
- attitude
2. Η διάταξη του σώματος και των άκρων του
- "Ανέλαβε μια στάση παράδοσης"
- συνώνυμο:
- θέση ,
- στάση
3. A theatrical pose created for effect
- "The actor struck just the right attitude"
- synonym:
- attitude
3. Μια θεατρική στάση που δημιουργήθηκε για το αποτέλεσμα
- "Ο ηθοποιός χτύπησε ακριβώς τη σωστή στάση"
- συνώνυμο:
- στάση
4. Position of aircraft or spacecraft relative to a frame of reference (the horizon or direction of motion)
- synonym:
- attitude
4. Θέση του αεροσκάφους ή του διαστημικού σκάφους σε σχέση με ένα πλαίσιο αναφοράς (ο ορίζοντας ή η κατεύθυνση της κίνησης)
- συνώνυμο:
- στάση
Examples of using
Tom is very tolerant in his attitude toward religion.
Ο Τομ είναι πολύ ανεκτικός στη στάση του απέναντι στη θρησκεία.
Half the battle is attitude, and you have a great one.
Η μισή μάχη είναι στάση, και έχετε μια μεγάλη.
Her husband's success hasn't affected her attitude toward old friends.
Η επιτυχία του συζύγου της δεν έχει επηρεάσει τη στάση της απέναντι σε παλιούς φίλους.