Translation meaning & definition of the word "attic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αττική" στην ελληνική γλώσσα
Attic
[Αττική]noun
1. Floor consisting of open space at the top of a house just below roof
- Often used for storage
- synonym:
- loft ,
- attic ,
- garret
1. Όροφος που αποτελείται από ανοιχτό χώρο στην κορυφή ενός σπιτιού ακριβώς κάτω από την οροφή
- Συχνά χρησιμοποιείται για αποθήκευση
- συνώνυμο:
- σοφίτα ,
- παλαμάκι
2. The dialect of ancient greek spoken and written in attica and athens and ionia
- synonym:
- Attic ,
- Ionic ,
- Ionic dialect ,
- Classical Greek
2. Η διάλεκτος της αρχαίας ελληνικής ομιλείται και γράφεται στην αττική και την αθήνα και την ιωνία
- συνώνυμο:
- Αττική ,
- Ιονικό ,
- Ιονική διάλεκτος ,
- Κλασική ελληνική
3. Informal terms for a human head
- synonym:
- attic ,
- bean ,
- bonce ,
- noodle ,
- noggin ,
- dome
3. Ανεπίσημοι όροι για ένα ανθρώπινο κεφάλι
- συνώνυμο:
- σοφίτα ,
- φασόλι ,
- βουνό ,
- νουντλ ,
- νογκίν ,
- θόλος
4. (architecture) a low wall at the top of the entablature
- Hides the roof
- synonym:
- attic
4. (αρχιτεκτονική) ένα χαμηλό τοίχωμα στην κορυφή του ενταβλισμού
- Κρύβει την οροφή
- συνώνυμο:
- σοφίτα
adjective
1. Of or relating to attica or its inhabitants or to the dialect spoken in athens in classical times
- "Attic greek"
- synonym:
- Attic
1. Από ή σχετίζονται με την αττική ή τους κατοίκους της ή με τη διάλεκτο που ομιλείται στην αθήνα στους κλασικούς χρόνους
- "Αττική ελληνική"
- συνώνυμο:
- Αττική