Translation meaning & definition of the word "attest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεστ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Attest
[Βεβαιώνω]/ətɛst/
verb
1. Provide evidence for
- Stand as proof of
- Show by one's behavior, attitude, or external attributes
- "His high fever attested to his illness"
- "The buildings in rome manifest a high level of architectural sophistication"
- "This decision demonstrates his sense of fairness"
- synonym:
- attest ,
- certify ,
- manifest ,
- demonstrate ,
- evidence
1. Παρέχω αποδεικτικά στοιχεία για
- Απόδειξη του
- Εμφάνιση από τη συμπεριφορά, τη στάση ή τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ατόμου
- "Ο υψηλός πυρετός του πιστοποιείται από την ασθένειά του"
- "Τα κτίρια στη ρώμη εκδηλώνουν υψηλό επίπεδο αρχιτεκτονικής πολυπλοκότητας"
- "Η απόφαση αυτή δείχνει την αίσθηση της δικαιοσύνης"
- συνώνυμο:
- βεβαιώνω ,
- πιστοποιώ ,
- εκδηλώνω ,
- αποδεικνύω ,
- αποδεικτικά στοιχεία
2. Authenticate, affirm to be true, genuine, or correct, as in an official capacity
- "I attest this signature"
- synonym:
- attest
2. Πιστοποιήστε, επιβεβαιώστε ότι είναι αληθινό, γνήσιο ή σωστό, όπως σε μια επίσημη ιδιότητα
- "Επιβεβαιώνω αυτή την υπογραφή"
- συνώνυμο:
- βεβαιώνω
3. Give testimony in a court of law
- synonym:
- testify ,
- attest ,
- take the stand ,
- bear witness
3. Καταθέσεις σε δικαστήριο
- συνώνυμο:
- καταθέτω ,
- βεβαιώνω ,
- παίρνω τη θέση ,
- αναθέτων
4. Establish or verify the usage of
- "This word is not attested until 1993"
- synonym:
- attest
4. Να καθορίσει ή να επαληθεύσει τη χρήση του
- "Η λέξη αυτή δεν πιστοποιείται μέχρι το 1993"
- συνώνυμο:
- βεβαιώνω