Translation meaning & definition of the word "attentive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσεκτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Attentive
[Προσεκτικόσ]/ətɛntɪv/
adjective
1. (often followed by `to') giving care or attention
- "Attentive to details"
- "The nurse was attentive to her patient"
- "An attentive suitor"
- synonym:
- attentive
1. (συχνά ακολουθείται από ```) δίνοντας φροντίδα ή προσοχή
- "Προσεκτικοί στις λεπτομέρειες"
- "Η νοσοκόμα ήταν προσεκτική στον ασθενή της"
- "Προσεκτικός μνηστήρας"
- συνώνυμο:
- προσεκτικός
2. Taking heed
- Giving close and thoughtful attention
- "Heedful of the warnings"
- "So heedful a writer"
- "Heedful of what they were doing"
- synonym:
- heedful ,
- attentive ,
- thoughtful ,
- paying attention
2. Προσοχή
- Δίνοντας στενή και στοχαστική προσοχή
- "Ακούστε τις προειδοποιήσεις"
- "Τόσο προσεκτικοί συγγραφείς"
- "Φοβούνται τι έκαναν"
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- προσεκτικός ,
- στοχαστικός
Examples of using
I'm attentive.
Είμαι προσεκτικός.
He asks me to be attentive.
Μου ζητάει να είμαι προσεκτικός.
He says that I'm attentive.
Λέει ότι είμαι προσεκτικός.