Translation meaning & definition of the word "attention" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσοχή" στην ελληνική γλώσσα
Attention
[Προσοχή]noun
1. The process whereby a person concentrates on some features of the environment to the (relative) exclusion of others
- synonym:
- attention ,
- attending
1. Η διαδικασία με την οποία ένα άτομο επικεντρώνεται σε ορισμένα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος στον (συγγενικό αποκλεισμό άλλων
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- παρακολουθώ
2. The work of providing treatment for or attending to someone or something
- "No medical care was required"
- "The old car needs constant attention"
- synonym:
- care ,
- attention ,
- aid ,
- tending
2. Το έργο της παροχής θεραπείας ή της παρακολούθησης κάποιου ή κάτι τέτοιο
- "Δεν απαιτείται ιατρική περίθαλψη"
- "Το παλιό αυτοκίνητο χρειάζεται συνεχή προσοχή"
- συνώνυμο:
- φροντίδα ,
- προσοχή ,
- ενίσχυση ,
- τείνω
3. A general interest that leads people to want to know more
- "She was the center of attention"
- synonym:
- attention
3. Ένα γενικό συμφέρον που οδηγεί τους ανθρώπους να θέλουν να μάθουν περισσότερα
- "Ήταν το κέντρο της προσοχής"
- συνώνυμο:
- προσοχή
4. A courteous act indicating affection
- "She tried to win his heart with her many attentions"
- synonym:
- attention
4. Μια ευγενική πράξη που δείχνει στοργή
- "Προσπάθησε να κερδίσει την καρδιά του με τις πολλές προσοχές της"
- συνώνυμο:
- προσοχή
5. The faculty or power of mental concentration
- "Keeping track of all the details requires your complete attention"
- synonym:
- attention
5. Η σχολή ή η δύναμη της ψυχικής συγκέντρωσης
- "Η παρακολούθηση όλων των λεπτομερειών απαιτεί την πλήρη προσοχή σας"
- συνώνυμο:
- προσοχή
6. A motionless erect stance with arms at the sides and feet together
- Assumed by military personnel during drill or review
- "The troops stood at attention"
- synonym:
- attention
6. Μια ακίνητη όρθια στάση με τα χέρια στις πλευρές και τα πόδια μαζί
- Υποτίθεται από στρατιωτικό προσωπικό κατά τη διάρκεια του τρυπανιού ή της αναθεώρησης
- "Τα στρατεύματα στάθηκαν στην προσοχή"
- συνώνυμο:
- προσοχή