Translation meaning & definition of the word "attendant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επισκέπτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Attendant
[Συμμετέχων]/ətɛndənt/
noun
1. Someone who waits on or tends to or attends to the needs of another
- synonym:
- attendant ,
- attender ,
- tender
1. Κάποιος που περιμένει ή τείνει ή προσκολλάται στις ανάγκες κάποιου άλλου
- συνώνυμο:
- συνοδός ,
- παρακολουθών ,
- προσφορά
2. A person who is present and participates in a meeting
- "He was a regular attender at department meetings"
- "The gathering satisfied both organizers and attendees"
- synonym:
- attendant ,
- attender ,
- attendee ,
- meeter
2. Ένα άτομο που είναι παρόν και συμμετέχει σε μια συνάντηση
- "Ήταν τακτικός παρατηρητής στις συναντήσεις του τμήματος"
- "Η συγκέντρωση ικανοποίησε τόσο τους διοργανωτές όσο και τους συμμετέχοντες"
- συνώνυμο:
- συνοδός ,
- παρακολουθών ,
- συμμετέχων ,
- συναντών
3. An event or situation that happens at the same time as or in connection with another
- synonym:
- accompaniment ,
- concomitant ,
- attendant ,
- co-occurrence
3. Ένα γεγονός ή μια κατάσταση που συμβαίνει ταυτόχρονα με ή σε σχέση με ένα άλλο
- συνώνυμο:
- συνοδεία ,
- ταυτόχρονοσ ,
- συνοδός ,
- συνύπαρξη
adjective
1. Being present (at meeting or event etc.) "attendant members of the congreation"
- synonym:
- attendant
1. Όντας παρόντες στη συνάντηση ή την εκδήλωση κλπ.( "μέλη του εκκλησιάσματος"
- συνώνυμο:
- συνοδός
2. Following or accompanying as a consequence
- "An excessive growth of bureaucracy, with attendant problems"
- "Snags incidental to the changeover in management"
- "Attendant circumstances"
- "The period of tension and consequent need for military preparedness"
- "The ensuant response to his appeal"
- "The resultant savings were considerable"
- synonym:
- attendant ,
- consequent ,
- accompanying ,
- concomitant ,
- incidental ,
- ensuant ,
- resultant ,
- sequent
2. Ακολουθεί ή συνοδεύει ως συνέπεια
- "Υπερβολική ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, με προβλήματα συμμετοχής"
- "Σημεία τυχαία στη μετάβαση στη διαχείριση"
- "Περιστάσεις παρακολούθησης"
- "Η περίοδος έντασης και η επακόλουθη ανάγκη για στρατιωτική ετοιμότητα"
- "Η επακόλουθη απάντηση στην έκκλησή του"
- "Η εξοικονόμηση που προέκυψε ήταν σημαντική"
- συνώνυμο:
- συνοδός ,
- επακόλουθο ,
- συνοδευτικός ,
- ταυτόχρονοσ ,
- τυχαίος ,
- ενάγων ,
- προκύπτουσα ,
- ακολουθία
Examples of using
The flight attendant apologized for spilling hot coffee on Tom.
Ο αεροσυνοδός ζήτησε συγγνώμη για την έκχυση ζεστού καφέ στον Τομ.
The flight attendant accidentally spilled some hot coffee on Tom.
Ο αεροσυνοδός έχυσε κατά λάθος λίγο ζεστό καφέ στον Τομ.
Anyone wants to be a flight attendant?
Θέλει κανείς να γίνει αεροσυνοδός?