Translation meaning & definition of the word "attack" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "επίθεση" στην ελληνική γλώσσα
Attack
[Επίθεση]noun
1. (military) an offensive against an enemy (using weapons)
- "The attack began at dawn"
- synonym:
- attack ,
- onslaught ,
- onset ,
- onrush
1. (στρατιωτικό) μια επίθεση εναντίον ενός εχθρού (χρησιμοποιώντας όπλα)
- "Η επίθεση ξεκίνησε την αυγή"
- συνώνυμο:
- επίθεση ,
- έναρξη ,
- βιασύνη
2. An offensive move in a sport or game
- "They won the game with a 10-hit attack in the 9th inning"
- synonym:
- attack
2. Μια επιθετική κίνηση σε ένα άθλημα ή ένα παιχνίδι
- "Κέρδισαν το παιχνίδι με επίθεση 10 χτυπημάτων στο 9ο inning"
- συνώνυμο:
- επίθεση
3. Intense adverse criticism
- "Clinton directed his fire at the republican party"
- "The government has come under attack"
- "Don't give me any flak"
- synonym:
- fire ,
- attack ,
- flak ,
- flack ,
- blast
3. Έντονη αρνητική κριτική
- "Ο κλίντον έστρεψε τα πυρά του στο ρεπουμπλικανικό κόμμα"
- "Η κυβέρνηση έχει δεχθεί επίθεση"
- "Μη μου δώσεις κανένα φλακ"
- συνώνυμο:
- πυρκαγιά ,
- επίθεση ,
- φλασ ,
- έκρηξη
4. Ideas or actions intended to deal with a problem or situation
- "His approach to every problem is to draw up a list of pros and cons"
- "An attack on inflation"
- "His plan of attack was misguided"
- synonym:
- approach ,
- attack ,
- plan of attack
4. Ιδέες ή δράσεις που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος ή μιας κατάστασης
- "Η προσέγγισή του σε κάθε πρόβλημα είναι να καταρτίσει έναν κατάλογο υπέρ και κατά"
- "Μια επίθεση στον πληθωρισμό"
- "Το σχέδιο επίθεσής του ήταν άστοχο"
- συνώνυμο:
- προσέγγιση ,
- επίθεση ,
- σχέδιο επίθεσης
5. The act of attacking
- "Attacks on women increased last year"
- "They made an attempt on his life"
- synonym:
- attack ,
- attempt
5. Η πράξη της επίθεσης
- "Οι επιθέσεις σε γυναίκες αυξήθηκαν πέρυσι"
- "Έκαναν απόπειρα κατά της ζωής του"
- συνώνυμο:
- επίθεση ,
- προσπάθεια
6. A decisive manner of beginning a musical tone or phrase
- synonym:
- attack ,
- tone-beginning
6. Ένας αποφασιστικός τρόπος αρχής ενός μουσικού τόνου ή φράσης
- συνώνυμο:
- επίθεση ,
- τόνος-αρχή
7. A sudden occurrence of an uncontrollable condition
- "An attack of diarrhea"
- synonym:
- attack
7. Ξαφνική εμφάνιση μιας ανεξέλεγκτης κατάστασης
- "Μια κρίση διάρροιας"
- συνώνυμο:
- επίθεση
8. The onset of a corrosive or destructive process (as by a chemical agent)
- "The film was sensitive to attack by acids"
- "Open to attack by the elements"
- synonym:
- attack
8. Η έναρξη μιας διαβρωτικής ή καταστροφικής διαδικασίας (όπως από έναν χημικό παράγοντα)
- "Η ταινία ήταν ευαίσθητη στην επίθεση από οξέα"
- "Ανοιχτό στην επίθεση από τα στοιχεία"
- συνώνυμο:
- επίθεση
9. Strong criticism
- "He published an unexpected attack on my work"
- synonym:
- attack
9. Έντονη κριτική
- "Δημοσίευσε μια απροσδόκητη επίθεση στη δουλειά μου"
- συνώνυμο:
- επίθεση
verb
1. Launch an attack or assault on
- Begin hostilities or start warfare with
- "Hitler attacked poland on september 1, 1939 and started world war ii"
- "Serbian forces assailed bosnian towns all week"
- synonym:
- attack ,
- assail
1. Εξαπολύστε επίθεση ή επίθεση σε
- Ξεκινήστε εχθροπραξίες ή ξεκινήστε πόλεμο με
- "Ο χίτλερ επιτέθηκε στην πολωνία την 1η σεπτεμβρίου 1939 και ξεκίνησε τον β' παγκόσμιο πόλεμο"
- "Σερβικές δυνάμεις επιτέθηκαν σε πόλεις της βοσνίας όλη την εβδομάδα"
- συνώνυμο:
- επίθεση ,
- επιτίθεμαι
2. Attack in speech or writing
- "The editors of the left-leaning paper attacked the new house speaker"
- synonym:
- attack ,
- round ,
- assail ,
- lash out ,
- snipe ,
- assault
2. Επίθεση στο λόγο ή στο γράψιμο
- "Οι συντάκτες της αριστερής εφημερίδας επιτέθηκαν στον νέο πρόεδρο της βουλής"
- συνώνυμο:
- επίθεση ,
- στρογγυλόσ ,
- επιτίθεμαι ,
- ξεσπώ ,
- μπεκάτσα
3. Take the initiative and go on the offensive
- "The serbs attacked the village at night"
- "The visiting team started to attack"
- synonym:
- attack ,
- aggress
3. Πάρε την πρωτοβουλία και πήγαινε στην επίθεση
- "Οι σέρβοι επιτέθηκαν στο χωριό τη νύχτα"
- "Η φιλοξενούμενη ομάδα άρχισε να επιτίθεται"
- συνώνυμο:
- επίθεση ,
- επιθετικός
4. Attack someone physically or emotionally
- "The mugger assaulted the woman"
- "Nightmares assailed him regularly"
- synonym:
- assail ,
- assault ,
- set on ,
- attack
4. Επιτεθείτε σε κάποιον σωματικά ή συναισθηματικά
- "Ο κλέφτης επιτέθηκε στη γυναίκα"
- "Οι εφιάλτες τον επιτέθηκαν τακτικά"
- συνώνυμο:
- επιτίθεμαι ,
- επίθεση ,
- ενεργοποιημένος
5. Set to work upon
- Turn one's energies vigorously to a task
- "I attacked the problem as soon as i got out of bed"
- synonym:
- attack
5. Προγραμματισμένο να δουλέψει
- Γυρίστε τις ενέργειές σας δυναμικά σε μια εργασία
- "Επιτέθηκα στο πρόβλημα μόλις σηκώθηκα από το κρεβάτι"
- συνώνυμο:
- επίθεση
6. Begin to injure
- "The cancer cells are attacking his liver"
- "Rust is attacking the metal"
- synonym:
- attack
6. Αρχίστε να τραυματίζετε
- "Τα καρκινικά κύτταρα επιτίθενται στο συκώτι του"
- "Η σκουριά επιτίθεται στο μέταλλο"
- συνώνυμο:
- επίθεση