Translation meaning & definition of the word "attachment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσκόλληση" στην ελληνική γλώσσα
Attachment
[Συνημμένο]noun
1. A feeling of affection for a person or an institution
- synonym:
- attachment ,
- fond regard
1. Ένα αίσθημα στοργής για ένα άτομο ή ένα ίδρυμα
- συνώνυμο:
- προσάρτηση ,
- αγαπημένη μου φροντίδα
2. A supplementary part or accessory
- synonym:
- attachment
2. Ένα συμπληρωματικό μέρος ή αξεσουάρ
- συνώνυμο:
- προσάρτηση
3. A writ authorizing the seizure of property that may be needed for the payment of a judgment in a judicial proceeding
- synonym:
- attachment
3. Διαταγή που επιτρέπει την κατάσχεση περιουσίας που μπορεί να χρειαστεί για την καταβολή απόφασης σε δικαστική διαδικασία
- συνώνυμο:
- προσάρτηση
4. A connection that fastens things together
- synonym:
- attachment ,
- bond
4. Μια σύνδεση που ενώνει τα πράγματα
- συνώνυμο:
- προσάρτηση ,
- δεσμός
5. Faithful support for a cause or political party or religion
- "Attachment to a formal agenda"
- "Adherence to a fat-free diet"
- "The adhesion of seville was decisive"
- synonym:
- attachment ,
- adherence ,
- adhesion
5. Πιστή υποστήριξη για αιτία ή πολιτικό κόμμα ή θρησκεία
- "Προσκόλληση σε επίσημη ατζέντα"
- "Συμμόρφωση σε μια δίαιτα χωρίς λιπαρά"
- "Η προσκόλληση της σεβίλλης ήταν καθοριστική"
- συνώνυμο:
- προσάρτηση ,
- τήρηση ,
- προσκόλληση
6. The act of attaching or affixing something
- synonym:
- attachment ,
- affixation
6. Η πράξη της σύνδεσης ή της τοποθέτησης κάτι
- συνώνυμο:
- προσάρτηση ,
- επίθεση
7. The act of fastening things together
- synonym:
- fastening ,
- attachment
7. Η πράξη της στερέωσης των πραγμάτων μαζί
- συνώνυμο:
- στερέωση ,
- προσάρτηση