Translation meaning & definition of the word "attache" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αττάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Attache
[Ακόλουθοσ]/ætəʃe/
noun
1. A specialist assigned to the staff of a diplomatic mission
- synonym:
- attache
1. Ένας ειδικός που έχει ανατεθεί στο προσωπικό μιας διπλωματικής αποστολής
- συνώνυμο:
- επίθεση
2. A shallow and rectangular briefcase
- synonym:
- attache case ,
- attache
2. Ένας ρηχός και ορθογώνιος χαρτοφύλακας
- συνώνυμο:
- περίπτωση επισύναψης ,
- επίθεση