Translation meaning & definition of the word "atrophied" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατροφικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Atrophied
[Ατροφήσει]/ætrəfid/
adjective
1. (of an organ or body part) diminished in size or strength as a result of disease or injury or lack of use
- "Partial paralysis resulted in an atrophied left arm"
- synonym:
- atrophied ,
- wasted ,
- diminished
1. ( ενός οργάνου ή μέρους του σώματος) μειώθηκε σε μέγεθος ή δύναμη ως αποτέλεσμα ασθένειας ή τραυματισμού ή έλλειψης χρήσης
- "Η μερική παράλυση οδήγησε σε ατροφικό αριστερό χέρι"
- συνώνυμο:
- ατροφήσει ,
- σπατάλη ,
- μειωμένοσ