Translation meaning & definition of the word "atone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενιαία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Atone
[Εξιλεώνω]/ətoʊn/
verb
1. Make amends for
- "Expiate one's sins"
- synonym:
- expiate ,
- aby ,
- abye ,
- atone
1. Επανορθώνω
- "Εξαφανίστε τις αμαρτίες κάποιου"
- συνώνυμο:
- εξορίζω ,
- άβι ,
- αβυσσαλέασ ,
- ατονώ
2. Turn away from sin or do penitence
- synonym:
- repent ,
- atone
2. Απομακρυνθείτε από την αμαρτία ή κάνετε μετάνοια
- συνώνυμο:
- μετανοώ ,
- ατονώ
Examples of using
He committed suicide to atone for his sin.
Αυτοκτόνησε για να εξιλεωθεί για την αμαρτία του.