Translation meaning & definition of the word "atomic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατομική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Atomic
[Ατομικόσ]/ətɑmɪk/
adjective
1. Of or relating to or comprising atoms
- "Atomic structure"
- "Atomic hydrogen"
- synonym:
- atomic
1. Από ή σχετίζονται με ή περιλαμβάνουν άτομα
- "Ατομική δομή"
- "Ατομικό υδρογόνο"
- συνώνυμο:
- ατομικός
2. (weapons) deriving destructive energy from the release of atomic energy
- "Nuclear war"
- "Nuclear weapons"
- "Atomic bombs"
- synonym:
- nuclear ,
- atomic
2. (-οπλασι) που παράγει καταστροφική ενέργεια από την απελευθέρωση ατομικής ενέργειας
- "Πυρηνικός πόλεμος"
- "Πυρηνικά όπλα"
- "Ατομικές βόμβες"
- συνώνυμο:
- πυρηνικός ,
- ατομικός
3. Immeasurably small
- synonym:
- atomic
3. Ανεπανόρθωτα μικρό
- συνώνυμο:
- ατομικός
Examples of using
The atomic number for iron is 100.
Ο ατομικός αριθμός του σιδήρου είναι 100.
Now is the time to start the work to build world peace without atomic weapons.
Τώρα είναι η ώρα να ξεκινήσουμε το έργο για την οικοδόμηση της παγκόσμιας ειρήνης χωρίς ατομικά όπλα.
The atomic energy is expensive and dangerous.
Η ατομική ενέργεια είναι ακριβή και επικίνδυνη.