Translation meaning & definition of the word "atlantic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατλαντική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Atlantic
[Ατλαντικός]/ətlæntɪk/
noun
1. The 2nd largest ocean
- Separates north and south america on the west from europe and africa on the east
- synonym:
- Atlantic ,
- Atlantic Ocean
1. Ο 2ος μεγαλύτερος ωκεανός
- Χωρίζει τη βόρεια και νότια αμερική στα δυτικά από την ευρώπη και την αφρική στα ανατολικά
- συνώνυμο:
- Ατλαντικός ,
- Ατλαντικός Ωκεανός
adjective
1. Relating to or bordering the atlantic ocean
- "Atlantic currents"
- synonym:
- Atlantic
1. Σχετικά με ή συνορεύουν με τον ατλαντικό ωκεανό
- "Ατλαντικά ρεύματα"
- συνώνυμο:
- Ατλαντικός