Translation meaning & definition of the word "athletics" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αθλητικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Athletics
[Αθλητισμός]/æθlɛtɪks/
noun
1. An active diversion requiring physical exertion and competition
- synonym:
- sport ,
- athletics
1. Μια ενεργή εκτροπή που απαιτεί σωματική άσκηση και ανταγωνισμό
- συνώνυμο:
- αθλητισμός
2. A contest between athletes
- synonym:
- athletic contest ,
- athletic competition ,
- athletics
2. Ένας διαγωνισμός μεταξύ αθλητών
- συνώνυμο:
- αθλητικός διαγωνισμός ,
- αθλητικός ανταγωνισμός ,
- αθλητισμός
3. Participation in sports events as an extracurricular activity
- synonym:
- athletics
3. Συμμετοχή σε αθλητικές εκδηλώσεις ως εξωσχολική δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- αθλητισμός