Translation meaning & definition of the word "athletic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αθλητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Athletic
[Αθλητικός]/æθlɛtɪk/
adjective
1. Relating to or befitting athletics or athletes
- "Athletic facilities"
- synonym:
- athletic
1. Σχετικά με τον αθλητισμό ή τους αθλητές
- "Αθλητικές εγκαταστάσεις"
- συνώνυμο:
- αθλητικός
2. Vigorously active
- "An acrobatic dance"
- "An athletic child"
- "Athletic playing"
- "Gymnastic exercises"
- synonym:
- acrobatic ,
- athletic ,
- gymnastic
2. Έντονα ενεργός
- "Ακροβατικός χορός"
- "Ένα αθλητικό παιδί"
- "Αθλητικό παιχνίδι"
- "Γυμναστικές ασκήσεις"
- συνώνυμο:
- ακροβατικόσ ,
- αθλητικός ,
- γυμναστικόσ
3. Having a sturdy and well proportioned body
- "An athletic build"
- synonym:
- athletic
3. Έχοντας ένα ανθεκτικό και καλά αναλογικό σώμα
- "Μια αθλητική κατασκευή"
- συνώνυμο:
- αθλητικός
Examples of using
The boy put on his athletic shoes and ran outside.
Το αγόρι έβαλε τα αθλητικά του παπούτσια και έτρεξε έξω.