Translation meaning & definition of the word "athlete" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αθλητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Athlete
[Αθλητής]/æθlit/
noun
1. A person trained to compete in sports
- synonym:
- athlete ,
- jock
1. Ένα άτομο εκπαιδευμένο να ανταγωνίζεται στον αθλητισμό
- συνώνυμο:
- αθλητής ,
- τζόκ
Examples of using
Tom's a bit overweight, but formerly he was quite a good athlete.
Ο Τομ είναι λίγο υπέρβαρος, αλλά στο παρελθόν ήταν αρκετά καλός αθλητής.
That athlete won three times in a row in this tournament.
Αυτός ο αθλητής κέρδισε τρεις φορές στη σειρά σε αυτό το τουρνουά.