Translation meaning & definition of the word "atheistic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αθεϊστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Atheistic
[Αθεϊστικόσ]/eθiɪstɪk/
adjective
1. Rejecting any belief in gods
- synonym:
- atheistic ,
- atheistical ,
- unbelieving
1. Απορρίπτοντας κάθε πίστη στους θεούς
- συνώνυμο:
- αθεϊστικόσ ,
- απιστία
2. Related to or characterized by or given to atheism
- "Atheist leanings"
- synonym:
- atheist ,
- atheistic ,
- atheistical
2. Σχετίζεται ή χαρακτηρίζεται από ή δίνεται στον αθεϊσμό
- "Αθεϊστικές κλίσεις"
- συνώνυμο:
- άθεος ,
- αθεϊστικόσ
Examples of using
Nobody here lives an atheistic life. During disasters and during fortunes everyone relies on God.
Κανείς δεν ζει μια άθεη ζωή. Κατά τη διάρκεια των καταστροφών και κατά τη διάρκεια της τύχης όλοι βασίζονται στον Θεό.