Translation meaning & definition of the word "asunder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάτω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Asunder
[Παρακάτω]/əsəndər/
adjective
1. Widely separated especially in space
- "As wide asunder as pole from pole"
- synonym:
- asunder(p)
1. Ευρέως διαχωρισμένος ειδικά στο διάστημα
- "Σαν ευρεία κατώτερη ως πόλος από τον πόλο"
- συνώνυμο:
- ασυν()
adverb
1. Into parts or pieces
- "He took his father's watch apart"
- "Split apart"
- "Torn asunder"
- synonym:
- apart ,
- asunder
1. Σε μέρη ή κομμάτια
- "Πήρε το ρολόι του πατέρα του χωριστά"
- "Διαλυμένος"
- "Κατεστραμμένο από κάτω"
- συνώνυμο:
- διαχωρίζω ,
- από