Translation meaning & definition of the word "astronaut" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστροναύτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Astronaut
[Αστροναύτης]/æstrənɑt/
noun
1. A person trained to travel in a spacecraft
- "The russians called their astronauts cosmonauts"
- synonym:
- astronaut ,
- spaceman ,
- cosmonaut
1. Ένα άτομο εκπαιδεύτηκε να ταξιδεύει σε ένα διαστημόπλοιο
- "Οι ρώσοι αποκαλούσαν τους αστροναύτες τους κοσμοναύτες"
- συνώνυμο:
- αστροναύτης ,
- διαστημικόσ ,
- κοσμοναύτης
Examples of using
Do you want to become an astronaut?
Θέλετε να γίνετε αστροναύτης?
I want to be an astronaut.
Θέλω να γίνω αστροναύτης.
Tom doesn't want to give up his dream of becoming an astronaut.
Ο Τομ δεν θέλει να εγκαταλείψει το όνειρό του να γίνει αστροναύτης.