Translation meaning & definition of the word "astrology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστρολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Astrology
[Αστρολογία]/əstrɑləʤi/
noun
1. A pseudoscience claiming divination by the positions of the planets and sun and moon
- synonym:
- astrology ,
- star divination
1. Μια ψευδοεπιστήμη που υποστηρίζει τη μαντεία από τις θέσεις των πλανητών και του ήλιου και του φεγγαριού
- συνώνυμο:
- αστρολογία ,
- μαντεία αστεριών
Examples of using
Tom doesn't know the difference between astronomy and astrology.
Ο Τομ δεν γνωρίζει τη διαφορά μεταξύ αστρονομίας και αστρολογίας.