Translation meaning & definition of the word "astral" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστρικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Astral
[Αστρικός]/æstrəl/
adjective
1. Being or relating to or resembling or emanating from stars
- "An astral body"
- "Stellar light"
- synonym:
- stellar ,
- astral
1. Είναι ή σχετίζεται ή μοιάζει με ή προέρχεται από τα αστέρια
- "Ένα αστρικό σώμα"
- "Αστρικό φως"
- συνώνυμο:
- αστρικός