Translation meaning & definition of the word "astound" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "βασιλιάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Astound
[Καταπλήσσω]/əstaʊnd/
verb
1. Affect with wonder
- "Your ability to speak six languages amazes me!"
- synonym:
- amaze ,
- astonish ,
- astound
1. Επηρεάζει με θαύμα
- "Η ικανότητά σας να μιλάτε έξι γλώσσες με εκπλήσσει!"
- συνώνυμο:
- αμαντί ,
- έκπληξη ,
- εκπλήσσω
Examples of using
When in doubt tell the truth. It will confound your enemies and astound your friends.
Όταν αμφιβάλλεις, πες την αλήθεια. Θα μπερδέψει τους εχθρούς σας και θα εκπλήξει τους φίλους σας.
Foreigners astound me.
Οι ξένοι με εκπλήσσουν.