Translation meaning & definition of the word "astonishing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκπληκτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Astonishing
[Εκπληκτικό]/əstɑnɪʃɪŋ/
adjective
1. Surprising greatly
- "She does an amazing amount of work"
- "The dog was capable of astonishing tricks"
- synonym:
- amazing ,
- astonishing
1. Εκπληκτικός πολύ
- "Κάνει μια εκπληκτική δουλειά"
- "Ο σκύλος ήταν ικανός για εκπληκτικά κόλπα"
- συνώνυμο:
- εκπληκτικός
2. So surprisingly impressive as to stun or overwhelm
- "Such an enormous response was astonishing"
- "An astounding achievement"
- "The amount of money required was staggering"
- "Suffered a staggering defeat"
- "The figure inside the boucle dress was stupefying"
- synonym:
- astonishing ,
- astounding ,
- staggering ,
- stupefying
2. Τόσο εκπληκτικά εντυπωσιακό ώστε να αναισθητοποιήσει ή να κατακλύσει
- "Μια τόσο τεράστια απάντηση ήταν εκπληκτική"
- "Ένα εκπληκτικό επίτευγμα"
- "Το χρηματικό ποσό που απαιτείται ήταν συγκλονιστικό"
- "Υπέστη μια συγκλονιστική ήττα"
- "Η φιγούρα μέσα στο φόρεμα του μπουκλιού ήταν απίστευτη"
- συνώνυμο:
- εκπληκτικός ,
- εντυπωσιακό ,
- παραπαίουν