Translation meaning & definition of the word "astonish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστονικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Astonish
[Εκπληκτικόσ]/əstɑnɪʃ/
verb
1. Affect with wonder
- "Your ability to speak six languages amazes me!"
- synonym:
- amaze ,
- astonish ,
- astound
1. Επηρεάζει με θαύμα
- "Η ικανότητά σας να μιλάτε έξι γλώσσες με εκπλήσσει!"
- συνώνυμο:
- αμαντί ,
- έκπληξη ,
- εκπλήσσω