Translation meaning & definition of the word "astigmatism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστιγματισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Astigmatism
[Αστιγματισμόσ]/əstɪgmətɪzəm/
noun
1. (ophthalmology) impaired eyesight resulting usually from irregular conformation of the cornea
- Common in nearsighted people
- synonym:
- astigmatism ,
- astigmia
1. (οφθαλμολογία) μειωμένη όραση που προκύπτει συνήθως από ακανόνιστη παραμόρφωση του κερατοειδούς χιτώνα
- Κοινό σε μυωπημένους ανθρώπους
- συνώνυμο:
- αστιγματισμόσ ,
- αστιγματία
2. (optics) defect in an optical system in which light rays from a single point fail to converge in a single focal point
- synonym:
- astigmatism ,
- astigmia
2. (οπτικό ελάττωμα σε ένα οπτικό σύστημα στο οποίο οι ακτίνες φωτός από ένα μόνο σημείο δεν συγκλίνουν σε ένα ενιαίο εστιακό σημείο
- συνώνυμο:
- αστιγματισμόσ ,
- αστιγματία
Examples of using
I have astigmatism.
Έχω αστιγματισμό.