Translation meaning & definition of the word "asteroid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστεροειδές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Asteroid
[Αστεροειδούσ]/æstərɔɪd/
noun
1. Any of numerous small celestial bodies composed of rock and metal that move around the sun (mainly between the orbits of mars and jupiter)
- synonym:
- asteroid
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα μικρά ουράνια σώματα που αποτελούνται από βράχο και μέταλλο που κινούνται γύρω από τον ήλιο (-κυρίως
- συνώνυμο:
- αστεροειδής
adjective
1. Shaped like a star
- synonym:
- asteroid ,
- star-shaped
1. Διαμορφωμένο σαν αστέρι
- συνώνυμο:
- αστεροειδής ,
- σε σχήμα αστεριού
Examples of using
The asteroid broke up into small pieces as it entered Earth's atmosphere.
Ο αστεροειδής διασπάστηκε σε μικρά κομμάτια καθώς εισήλθε στην ατμόσφαιρα της Γης.