Translation meaning & definition of the word "assuredly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "με βεβαιότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assuredly
[Ασφαλέσ]/əʃʊrədli/
adverb
1. Without a doubt
- "The grammar schools were assuredly not intended for the gentry alone"
- synonym:
- assuredly
1. Χωρίς αμφιβολία
- "Τα σχολεία γραμματικής σίγουρα δεν προορίζονταν μόνο για τους ευγενείς"
- συνώνυμο:
- βεβαίωσ