Translation meaning & definition of the word "assurance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασφάλιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assurance
[Διασφάλιση]/əʃʊrəns/
noun
1. Freedom from doubt
- Belief in yourself and your abilities
- "His assurance in his superiority did not make him popular"
- "After that failure he lost his confidence"
- "She spoke with authority"
- synonym:
- assurance ,
- self-assurance ,
- confidence ,
- self-confidence ,
- authority ,
- sureness
1. Ελευθερία από αμφιβολία
- Πίστη στον εαυτό σας και στις ικανότητές σας
- "Η διαβεβαίωσή του στην υπεροχή του δεν τον έκανε δημοφιλή"
- "Μετά από αυτή την αποτυχία έχασε την εμπιστοσύνη του"
- "Μίλησε με την εξουσία"
- συνώνυμο:
- διασφάλιση ,
- αυτοπεποίθηση ,
- εμπιστοσύνη ,
- αρχή ,
- επινόηση
2. A binding commitment to do or give or refrain from something
- "An assurance of help when needed"
- "Signed a pledge never to reveal the secret"
- synonym:
- assurance ,
- pledge
2. Μια δεσμευτική δέσμευση για να κάνει ή να δώσει ή να απέχουν από κάτι
- "Διαβεβαίωση βοήθειας όταν χρειάζεται"
- "Υπέγραψε μια υπόσχεση να μην αποκαλύψει ποτέ το μυστικό"
- συνώνυμο:
- διασφάλιση ,
- υπόσχεση
3. A statement intended to inspire confidence
- "The president's assurances were not respected"
- synonym:
- assurance
3. Μια δήλωση που αποσκοπεί στην εμπνοή εμπιστοσύνης
- "Οι διαβεβαιώσεις του προέδρου δεν έγιναν σεβαστές"
- συνώνυμο:
- διασφάλιση
4. A british term for some kinds of insurance
- synonym:
- assurance
4. Ένας βρετανικός όρος για ορισμένα είδη ασφάλισης
- συνώνυμο:
- διασφάλιση