Translation meaning & definition of the word "assume" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπολογισμός" στην ελληνική γλώσσα
Assume
[Υποθέτω]verb
1. Take to be the case or to be true
- Accept without verification or proof
- "I assume his train was late"
- synonym:
- assume ,
- presume ,
- take for granted
1. Πάρτε για να είναι η περίπτωση ή να είναι αληθινή
- Αποδοχή χωρίς επαλήθευση ή απόδειξη
- "Νομίζω ότι το τρένο του άργησε"
- συνώνυμο:
- υποθέτω ,
- θεωρώ δεδομένο
2. Take on titles, offices, duties, responsibilities
- "When will the new president assume office?"
- synonym:
- assume ,
- adopt ,
- take on ,
- take over
2. Αναλάβετε τίτλους, γραφεία, καθήκοντα, ευθύνες
- "Πότε θα αναλάβει καθήκοντα ο νέος πρόεδρος?"
- συνώνυμο:
- υποθέτω ,
- υιοθετώ ,
- αναλαμβάνω
3. Take on a certain form, attribute, or aspect
- "His voice took on a sad tone"
- "The story took a new turn"
- "He adopted an air of superiority"
- "She assumed strange manners"
- "The gods assume human or animal form in these fables"
- synonym:
- assume ,
- acquire ,
- adopt ,
- take on ,
- take
3. Πάρτε μια συγκεκριμένη μορφή, χαρακτηριστικό ή πτυχή
- "Η φωνή του πήρε έναν θλιβερό τόνο"
- "Η ιστορία πήρε μια νέα στροφή"
- "Υιοθέτησε έναν αέρα υπεροχής"
- "Υπέθεσε περίεργους τρόπους"
- "Οι θεοί παίρνουν ανθρώπινη ή ζωική μορφή σε αυτούς τους μύθους"
- συνώνυμο:
- υποθέτω ,
- αποκτώ ,
- υιοθετώ ,
- αναλαμβάνω ,
- παίρνω
4. Take on as one's own the expenses or debts of another person
- "I'll accept the charges"
- "She agreed to bear the responsibility"
- synonym:
- bear ,
- take over ,
- accept ,
- assume
4. Αναλάβετε ως ιδιοκτήτη του καθενός τα έξοδα ή τα χρέη ενός άλλου ατόμου
- "Θα δεχτώ τις χρεώσεις"
- "Συμφώνησε να αναλάβει την ευθύνη"
- συνώνυμο:
- αρκούδα ,
- αναλαμβάνω ,
- αποδέχομαι ,
- υποθέτω
5. Occupy or take on
- "He assumes the lotus position"
- "She took her seat on the stage"
- "We took our seats in the orchestra"
- "She took up her position behind the tree"
- "Strike a pose"
- synonym:
- assume ,
- take ,
- strike ,
- take up
5. Απασχολώ
- "Αναλαμβάνει τη θέση του λωτού"
- "Έπιασε τη θέση της στη σκηνή"
- "Πήραμε τις θέσεις μας στην ορχήστρα"
- "Ανέλαβε τη θέση της πίσω από το δέντρο"
- "Πετάξτε μια στάση"
- συνώνυμο:
- υποθέτω ,
- παίρνω ,
- απεργία
6. Seize and take control without authority and possibly with force
- Take as one's right or possession
- "He assumed to himself the right to fill all positions in the town"
- "He usurped my rights"
- "She seized control of the throne after her husband died"
- synonym:
- assume ,
- usurp ,
- seize ,
- take over ,
- arrogate
6. Αδράξτε και πάρτε τον έλεγχο χωρίς εξουσία και ενδεχομένως με τη δύναμη
- Πάρτε ως δικαίωμα ή κατοχή
- "Ανέλαβε στον εαυτό του το δικαίωμα να καλύψει όλες τις θέσεις στην πόλη"
- "Σφετερίστηκαν τα δικαιώματά μου"
- "Κατέλαβε τον έλεγχο του θρόνου αφού πέθανε ο σύζυγός της"
- συνώνυμο:
- υποθέτω ,
- σφετερίζομαι ,
- καταλαμβάνω ,
- αναλαμβάνω ,
- αλαζονικός
7. Make a pretence of
- "She assumed indifference, even though she was seething with anger"
- "He feigned sleep"
- synonym:
- simulate ,
- assume ,
- sham ,
- feign
7. Κάνω προσποίηση
- "Υπέθεσε την αδιαφορία, παρόλο που ήταν γεμάτη θυμό"
- "Υποβληθεί σε ύπνο"
- συνώνυμο:
- προσομοιώνω ,
- υποθέτω ,
- σαμ ,
- προσποιητόσ
8. Take up someone's soul into heaven
- "This is the day when may was assumed into heaven"
- synonym:
- assume
8. Πάρτε την ψυχή κάποιου στον ουρανό
- "Αυτή είναι η ημέρα που η μέι υποτάχθηκε στον ουρανό"
- συνώνυμο:
- υποθέτω
9. Put clothing on one's body
- "What should i wear today?"
- "He put on his best suit for the wedding"
- "The princess donned a long blue dress"
- "The queen assumed the stately robes"
- "He got into his jeans"
- synonym:
- wear ,
- put on ,
- get into ,
- don ,
- assume
9. Βάλτε ρούχα στο σώμα κάποιου
- "Τι πρέπει να φοράω σήμερα?"
- "Έβαλε το καλύτερο κοστούμι του για το γάμο"
- "Η πριγκίπισσα φόρεσε ένα μακρύ μπλε φόρεμα"
- "Η βασίλισσα πήρε τις αρχοντικές ρόμπες"
- "Μπήκε στο τζιν του"
- συνώνυμο:
- φθορά ,
- βάζω ,
- μπαίνω ,
- ντον ,
- υποθέτω