Translation meaning & definition of the word "assortment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνέντευξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assortment
[Ποικιλία]/əsɔrtmənt/
noun
1. A collection containing a variety of sorts of things
- "A great assortment of cars was on display"
- "He had a variety of disorders"
- "A veritable smorgasbord of religions"
- synonym:
- assortment ,
- mixture ,
- mixed bag ,
- miscellany ,
- miscellanea ,
- variety ,
- salmagundi ,
- smorgasbord ,
- potpourri ,
- motley
1. Μια συλλογή που περιέχει μια ποικιλία από πράγματα
- "Μια μεγάλη ποικιλία αυτοκινήτων ήταν στην οθόνη"
- "Είχε μια ποικιλία διαταραχών"
- "Ένα πραγματικό πνεύμα των θρησκειών"
- συνώνυμο:
- ποικιλία ,
- μείγμα ,
- μικτή τσάντα ,
- μισκελλανδική ,
- μισκελλάνη ,
- σαλμαγκούντι ,
- σμόργκαςμπορντ ,
- ποτπούρι ,
- μότλεϊ
2. The act of distributing things into classes or categories of the same type
- synonym:
- categorization ,
- categorisation ,
- classification ,
- compartmentalization ,
- compartmentalisation ,
- assortment
2. Η πράξη της διανομής των πραγμάτων σε κατηγορίες ή κατηγορίες του ίδιου τύπου
- συνώνυμο:
- κατηγοριοποίηση ,
- ταξινόμηση ,
- διαμερισματοποίηση ,
- ποικιλία