Translation meaning & definition of the word "assorted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνταγμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assorted
[Ανατίθενται]/əsɔrtɪd/
adjective
1. Consisting of a haphazard assortment of different kinds
- "An arrangement of assorted spring flowers"
- "Assorted sizes"
- "Miscellaneous accessories"
- "A mixed program of baroque and contemporary music"
- "A motley crew"
- "Sundry sciences commonly known as social"- i.a.richards
- synonym:
- assorted ,
- miscellaneous ,
- mixed ,
- motley ,
- sundry(a)
1. Αποτελείται από μια ποικιλία διαφορετικών ειδών
- "Μια διάταξη των διάφορων ανοιξιάτικων λουλουδιών"
- "Συντομευμένα μεγέθη"
- "Διάφορα αξεσουάρ"
- "Ένα μικτό πρόγραμμα μπαρόκ και σύγχρονης μουσικής"
- "Ένα πλήρωμα μοτέλευ"
- "Οι επιστήμες της κυριαρχίας είναι κοινώς γνωστές ως κοινωνικές" - ι.α.ρίχαρντς
- συνώνυμο:
- ποικίλλω ,
- διάφορα ,
- μεικτός ,
- μότλεϊ ,
- σουλτεν(Α)
2. Of many different kinds purposefully arranged but lacking any uniformity
- "Assorted sizes"
- "His disguises are many and various"
- "Various experiments have failed to disprove the theory"
- "Cited various reasons for his behavior"
- synonym:
- assorted ,
- various
2. Πολλών διαφορετικών ειδών που τακτοποιούνται σκόπιμα αλλά στερούνται οποιασδήποτε ομοιομορφίας
- "Συντομευμένα μεγέθη"
- "Οι μεταμφιέσεις του είναι πολλές και διάφορες"
- "Διάφορα πειράματα δεν κατάφεραν να διαψεύσουν τη θεωρία"
- "Κάλεσε διάφορους λόγους για τη συμπεριφορά του"
- συνώνυμο:
- ποικίλλω ,
- διάφορα