Translation meaning & definition of the word "assistant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοηθός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assistant
[Βοηθός]/əsɪstənt/
noun
1. A person who contributes to the fulfillment of a need or furtherance of an effort or purpose
- "My invaluable assistant"
- "They hired additional help to finish the work"
- synonym:
- assistant ,
- helper ,
- help ,
- supporter
1. Ένα άτομο που συμβάλλει στην εκπλήρωση μιας ανάγκης ή προώθησης μιας προσπάθειας ή σκοπού
- "Ο ανεκτίμητος βοηθός μου"
- "Προσέλαβαν επιπλέον βοήθεια για να ολοκληρώσουν την εργασία"
- συνώνυμο:
- βοηθός ,
- βοηθά ,
- υποστηρικτής
adjective
1. Of or relating to a person who is subordinate to another
- synonym:
- adjunct ,
- assistant
1. Από ή σχετίζονται με πρόσωπο που υπάγεται σε άλλο
- συνώνυμο:
- συμπληρωματικόσ ,
- βοηθός
Examples of using
I need an assistant.
Χρειάζομαι έναν βοηθό.
I have my own assistant.
Έχω τον δικό μου βοηθό.
I have an assistant.
Έχω βοηθό.