Translation meaning & definition of the word "assistance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοήθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assistance
[Βοήθεια]/əsɪstəns/
noun
1. The activity of contributing to the fulfillment of a need or furtherance of an effort or purpose
- "He gave me an assist with the housework"
- "Could not walk without assistance"
- "Rescue party went to their aid"
- "Offered his help in unloading"
- synonym:
- aid ,
- assist ,
- assistance ,
- help
1. Η δραστηριότητα της συμβολής στην εκπλήρωση μιας ανάγκης ή προαγωγής μιας προσπάθειας ή σκοπού
- "Μου έδωσε ένα βοήθημα με τις δουλειές του σπιτιού"
- "Δεν μπορούσα να περπατήσω χωρίς βοήθεια"
- "Το κόμμα διάσωσης πήγε στη βοήθειά τους"
- "Προσέφερε τη βοήθειά του στην εκφόρτωση"
- συνώνυμο:
- ενίσχυση ,
- βοηθώ ,
- βοήθεια ,
- βοηθά
2. A resource
- "Visual aids in teaching"
- synonym:
- aid ,
- assistance ,
- help
2. Ένας πόρος
- "Οπτικές βοήθειες στη διδασκαλία"
- συνώνυμο:
- ενίσχυση ,
- βοήθεια ,
- βοηθά
Examples of using
We appreciate your assistance.
Εκτιμούμε τη βοήθειά σας.
I'll call you if I require your assistance.
Θα σας καλέσω αν χρειαστώ τη βοήθειά σας.
We have no need for assistance.
Δεν χρειαζόμαστε βοήθεια.