Translation meaning & definition of the word "assets" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιουσιακά στοιχεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assets
[Περιουσιακά στοιχεία]/æsɛts/
noun
1. Anything of material value or usefulness that is owned by a person or company
- synonym:
- assets
1. Οτιδήποτε έχει υλική αξία ή χρησιμότητα που ανήκει σε ένα άτομο ή μια εταιρεία
- συνώνυμο:
- περιουσιακά στοιχεία