Translation meaning & definition of the word "assessor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκπαιδευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assessor
[Εκτιμητήσ]/əsɛsər/
noun
1. An official who evaluates property for the purpose of taxing it
- synonym:
- tax assessor ,
- assessor
1. Υπάλληλος που αξιολογεί την ιδιοκτησία με σκοπό τη φορολόγησή της
- συνώνυμο:
- αξιολογητής φόρου ,
- αξιολογητής