Translation meaning & definition of the word "assessment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιολόγηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assessment
[Αξιολόγηση]/əsɛsmənt/
noun
1. The classification of someone or something with respect to its worth
- synonym:
- appraisal ,
- assessment
1. Η ταξινόμηση κάποιου ή κάτι σε σχέση με την αξία του
- συνώνυμο:
- αξιολόγηση
2. An amount determined as payable
- "The assessment for repairs outraged the club's membership"
- synonym:
- assessment
2. Ποσό που καθορίζεται ως πληρωτέο
- "Η αξιολόγηση για τις επισκευές εξόργισε τη συμμετοχή του συλλόγου"
- συνώνυμο:
- αξιολόγηση
3. The market value set on assets
- synonym:
- assessment
3. Η αγοραία αξία που καθορίζεται στα περιουσιακά στοιχεία
- συνώνυμο:
- αξιολόγηση
4. The act of judging or assessing a person or situation or event
- "They criticized my judgment of the contestants"
- synonym:
- judgment ,
- judgement ,
- assessment
4. Η πράξη της κρίσης ή της αξιολόγησης ενός ατόμου ή μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος
- "Επέκριναν την κρίση μου για τους διαγωνιζόμενους"
- συνώνυμο:
- απόφαση ,
- κρίση ,
- αξιολόγηση