Translation meaning & definition of the word "assess" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιολόγηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assess
[Αξιολογήσει]/əsɛs/
verb
1. Evaluate or estimate the nature, quality, ability, extent, or significance of
- "I will have the family jewels appraised by a professional"
- "Access all the factors when taking a risk"
- synonym:
- measure ,
- evaluate ,
- valuate ,
- assess ,
- appraise ,
- value
1. Αξιολογήστε ή εκτιμήστε τη φύση, την ποιότητα, την ικανότητα, την έκταση ή τη σημασία του
- "Θα έχω τα οικογενειακά κοσμήματα που εκτιμώνται από έναν επαγγελματία"
- "Πρόσβαση σε όλους τους παράγοντες κατά τη λήψη κινδύνου"
- συνώνυμο:
- μέτρο ,
- αξιολογώ ,
- βαλίνου ,
- τιμή
2. Charge (a person or a property) with a payment, such as a tax or a fine
- synonym:
- assess
2. Χρέωση (α άτομο ή ακίνητο) με πληρωμή, όπως φόρος ή πρόστιμο
- συνώνυμο:
- αξιολογώ
3. Set or determine the amount of (a payment such as a fine)
- synonym:
- tax ,
- assess
3. Ορίστε ή καθορίστε το ποσό της πληρωμής (α όπως ένα πρόστιμο)
- συνώνυμο:
- φόρος ,
- αξιολογώ
4. Estimate the value of (property) for taxation
- "Our house hasn't been assessed in years"
- synonym:
- assess
4. Εκτιμήστε την αξία του (προπερτυ) για φορολογία
- "Το σπίτι μας δεν έχει αξιολογηθεί εδώ και χρόνια"
- συνώνυμο:
- αξιολογώ