Translation meaning & definition of the word "assert" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εισαγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assert
[Ισχυρίζομαι]/əsərt/
verb
1. State categorically
- synonym:
- assert ,
- asseverate ,
- maintain
1. Κατηγορηματικά
- συνώνυμο:
- διεκδικώ ,
- επιβεβαιώνω ,
- διατηρώ
2. To declare or affirm solemnly and formally as true
- "Before god i swear i am innocent"
- synonym:
- affirm ,
- verify ,
- assert ,
- avow ,
- aver ,
- swan ,
- swear
2. Να δηλώνει ή να επιβεβαιώνει επίσημα και επίσημα ως αληθινό
- "Πριν από τον θεό ορκίζομαι ότι είμαι αθώος"
- συνώνυμο:
- βεβαιώνω ,
- επαληθεύω ,
- διεκδικώ ,
- ομολογώ ,
- παραπάνω ,
- κύκνος ,
- ορκίζομαι
3. Insist on having one's opinions and rights recognized
- "Women should assert themselves more!"
- synonym:
- assert ,
- put forward
3. Επιμένετε να αναγνωρίζετε τις απόψεις και τα δικαιώματά σας
- "Οι γυναίκες πρέπει να διεκδικήσουν τον εαυτό τους περισσότερο!"
- συνώνυμο:
- διεκδικώ ,
- προωθώ
4. Assert to be true
- "The letter asserts a free society"
- synonym:
- insist ,
- assert
4. Ισχυρίζεται ότι είναι αληθινό
- "Η επιστολή υποστηρίζει μια ελεύθερη κοινωνία"
- συνώνυμο:
- επιμένω ,
- διεκδικώ
Examples of using
Tabloids assert that the killer cucumber would have sodomised the mad cow.
Ταμπλοειδή ισχυρίζονται ότι το αγγούρι δολοφόνος θα είχε σοδομίσει την τρελή αγελάδα.