Translation meaning & definition of the word "assault" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προβολή" στην ελληνική γλώσσα
Assault
[Επίθεση]noun
1. Close fighting during the culmination of a military attack
- synonym:
- assault
1. Στενές μάχες κατά τη διάρκεια της κορύφωσης μιας στρατιωτικής επίθεσης
- συνώνυμο:
- επίθεση
2. A threatened or attempted physical attack by someone who appears to be able to cause bodily harm if not stopped
- synonym:
- assault
2. Μια απειλούμενη ή απόπειρα σωματικής επίθεσης από κάποιον που φαίνεται να είναι σε θέση να προκαλέσει σωματική βλάβη αν δεν σταμ
- συνώνυμο:
- επίθεση
3. Thoroughbred that won the triple crown in 1946
- synonym:
- Assault
3. Το καθαρόαιμο που κέρδισε το τριπλό στέμμα το 1946
- συνώνυμο:
- Επίθεση
4. The crime of forcing a woman to submit to sexual intercourse against her will
- synonym:
- rape ,
- violation ,
- assault ,
- ravishment
4. Το έγκλημα του να αναγκάζεις μια γυναίκα να υποταχθεί στη σεξουαλική επαφή ενάντια στη θέλησή της
- συνώνυμο:
- βιασμός ,
- παραβίαση ,
- επίθεση ,
- καταστροφή
verb
1. Attack someone physically or emotionally
- "The mugger assaulted the woman"
- "Nightmares assailed him regularly"
- synonym:
- assail ,
- assault ,
- set on ,
- attack
1. Επιτεθείτε σε κάποιον σωματικά ή συναισθηματικά
- "Ο κακοποιός επιτέθηκε στη γυναίκα"
- "Οι εφιάλτες τον επιτίθενται τακτικά"
- συνώνυμο:
- επιτίθεμαι ,
- επίθεση
2. Force (someone) to have sex against their will
- "The woman was raped on her way home at night"
- synonym:
- rape ,
- ravish ,
- violate ,
- assault ,
- dishonor ,
- dishonour ,
- outrage
2. Αναγκάστε το (απονε) να κάνει σεξ ενάντια στη θέλησή του
- "Η γυναίκα βιάστηκε στο δρόμο της για το σπίτι τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- βιασμός ,
- καταστροφικόσ ,
- παραβιάζω ,
- επίθεση ,
- ατίμωση ,
- οργή
3. Attack in speech or writing
- "The editors of the left-leaning paper attacked the new house speaker"
- synonym:
- attack ,
- round ,
- assail ,
- lash out ,
- snipe ,
- assault
3. Επίθεση στην ομιλία ή στη γραφή
- "Οι συντάκτες της αριστερής εφημερίδας επιτέθηκαν στον νέο ομιλητή του σπιτιού"
- συνώνυμο:
- επίθεση ,
- γύρος ,
- επιτίθεμαι ,
- βγάζω τα βλέμματα ,
- σνόουσιπ