Translation meaning & definition of the word "assassin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασίν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Assassin
[Δολοφόνος]/əsæsən/
noun
1. A murderer (especially one who kills a prominent political figure) who kills by a surprise attack and often is hired to do the deed
- "His assassins were hunted down like animals"
- "Assassinators of kings and emperors"
- synonym:
- assassin ,
- assassinator ,
- bravo
1. Ένας δολοφόνος ( ειδικά αυτός που σκοτώνει μια εξέχουσα πολιτική φιγούρα) που σκοτώνει από μια αιφνιδιαστική επίθεση και συχνά προσλαμβά
- "Οι δολοφόνοι του κυνηγήθηκαν σαν ζώα"
- "Υποστηρικτές βασιλιάδων και αυτοκρατόρων"
- συνώνυμο:
- δολοφόνος ,
- μπράβο
2. A member of a secret order of muslims (founded in the 12th century) who terrorized and killed christian crusaders
- synonym:
- assassin
2. Ένα μέλος μιας μυστικής τάξης των μουσουλμάνων (ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα) που τρομοκρατούσε και σκότωσε χριστιανούς σταυροφόρους
- συνώνυμο:
- δολοφόνος