Translation meaning & definition of the word "aspirin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασπιρίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aspirin
[Ασπιρίνη]/æsprɪn/
noun
1. The acetylated derivative of salicylic acid
- Used as an analgesic anti-inflammatory drug (trade names bayer, empirin, and st. joseph) usually taken in tablet form
- Used as an antipyretic
- Slows clotting of the blood by poisoning platelets
- synonym:
- aspirin ,
- acetylsalicylic acid ,
- Bayer ,
- Empirin ,
- St. Joseph
1. Το ακετυλιωμένο παράγωγο του σαλικυλικού οξέος
- Χρησιμοποιείται ως αναλγητικό αντιφλεγμονώδες φάρμακο (ονόματα μπάγερ, εμπιρίνη και άγιος. η ιωσηφ) συνήθως λαμβάνεται σε μορφή δισκίου
- Χρησιμοποιείται ως αντιπυρετικό
- Επιβραδύνει την πήξη του αίματος με δηλητηρίαση αιμοπεταλίων
- συνώνυμο:
- ασπιρίνη ,
- ακετυλοσαλικυλικό οξύ ,
- Μπάγερ ,
- Εμπιρίνη ,
- Άγιος. Ιωσήφ
Examples of using
Do you have any aspirin?
Έχετε ασπιρίνη?
Do you by any chance have some aspirin?
Έχετε τυχαία ασπιρίνη?
My doctor told me to quit taking aspirin.
Ο γιατρός μου είπε να σταματήσω να παίρνω ασπιρίνη.