Translation meaning & definition of the word "asleep" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ύπνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Asleep
[Κοιμόμουν]/əslip/
adjective
1. In a state of sleep
- "Were all asleep when the phone rang"
- "Fell asleep at the wheel"
- synonym:
- asleep(p)
1. Σε κατάσταση ύπνου
- "Κοιμήθηκαν όλοι όταν χτύπησε το τηλέφωνο"
- "Κοιμήθηκε στο τιμόνι"
- συνώνυμο:
- κοιμισμέ()<TAG1>
2. Lacking sensation
- "My foot is asleep"
- "Numb with cold"
- synonym:
- asleep(p) ,
- benumbed ,
- numb
2. Έλλειψη αίσθησης
- "Το πόδι μου κοιμάται"
- "Μουρμουρίζει με κρύο"
- συνώνυμο:
- κοιμισμέ()<TAG1> ,
- ανακατώνω ,
- μουδιάζω
3. Dead
- "He is deceased"
- "Our dear departed friend"
- synonym:
- asleep(p) ,
- at peace(p) ,
- at rest(p) ,
- deceased ,
- departed ,
- gone
3. Νεκρός
- "Είναι νεκρός"
- "Ο αγαπητός μας φίλος που αναχωρεί"
- συνώνυμο:
- κοιμισμέ()<TAG1> ,
- στην ειρήνη() ,
- στο υπόλοιπο () ,
- νεκρός ,
- αναχώρησε ,
- είχε
adverb
1. Into a sleeping state
- "He fell asleep"
- synonym:
- asleep
1. Σε μια κατάσταση ύπνου
- "Αποκοιμήθηκε"
- συνώνυμο:
- κοιμισμένος
2. In the sleep of death
- synonym:
- asleep
2. Στον ύπνο του θανάτου
- συνώνυμο:
- κοιμισμένος
Examples of using
I pretended to be asleep.
Προσποιήθηκα ότι κοιμόμουν.
I couldn't fall asleep.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Tom has already fallen asleep.
Ο Τομ έχει ήδη αποκοιμηθεί.